φθίνω

φθίνω
ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α
1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.)
2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει» β. «φθίνοντα θέσφατα», Σοφ.)
3. αστρον. (για τη σελήνη) προχωρώ προς τη χάση μου (α. «φθίνουσα σελήνη» — η φάση τής Σελήνης από την Πανσέληνο μέχρι τη νέα Σελήνη, όταν το φωτισμένο τμήμα της ελαττώνεται βαθμηδόν
β. «[σελήνη] αὐξανομένη καὶ φθίνουσα», Αριστοτ.)
4. μτφ. (για πρόσ.) χάνω σιγά σιγά τις δυνάμεις μου, μαραίνομαι, μαραζώνω (α. «φθίνει από τη στενοχώρια της» β. «φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «φθίνουσα πρόοδος»
μαθημ. βλ. πρόοδος
β) «νόμος φθινουσών αποδόσεων»
(οικον.) νόμος τής μικροοικονομικής θεωρίας σύμφωνα με τον οποίο από ένα σημείο και πέρα το μέσο προϊόν εργασίας αρχίζει να φθίνει
αρχ.
1. (για αστέρες) δύω, βασιλεύω
2. (για πράγμ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι (α. «οὐ φθίνει Κροίσου... ἀρετά», Πίνδ.
β. «ὁρῶ... ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν», Σοφ.)
3. (για πρόσ.) πεθαίνω («νόσοις ὁ τλήμων... ἔφθιτο», Σοφ.)
4. (μτβ.) α) ενεργώ έτσι ώστε να ελαττωθεί ή και να χαθεί κάτι σιγά σιγά («φθίσει σε τὸ σὸν μένος», Ομ. Ιλ.)
β) (σχετικά με πρόσ.) σκοτώνω, φονεύω («οἳ μεμάασιν... Ὀδυσσῆος φθῑσαι γόνον», Ομ. Οδ.)
5. (μόνον ο τ. ψίνω στο μέσ.) ψίνομαι
(για άμπελο) αποβάλλω τους καρπούς μου προτού να ωριμάσουν
6. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ φθίνοντες
οι φυματικοί
7. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) φθίμενος, -ένη, -ον
αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός («κεῑται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας», επιγρ.)
8. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ φθίμενος
α) ο θνητός
β) ο νεκρός
9. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Φθιμένη
η προσωποποίηση τής έννοιας τής φθοράς, τής καταστροφής
10. φρ. «μὴν φθίνων»
(στο αττ. ημερολόγιο) η τρίτη και τελευταία δεκάδα ενός μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθῑνω (< *φθίνFω, για τη διαλεκτική εναλλαγή --/--, μετά την απλοποίηση τού συμπλέγματος -νF-, πρβλ. φθᾱ-νω < *φθάνFω, βλ. και λ. φθάνω) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *gzwhei- «αφανίζω, εξαφανίζομαι, χάνομαι (συχνά αναφορικά προς τη χάση τής σελήνης)» και συνδέεται με διάφορους αρχ. ινδ. τ. σχηματισμένους από θ. kse- / ksi- με σημ. «αφανίζω, καταστρέφω, χάνομαι» (πρβλ. ksayah, ksināti κ.λ.π.). Το αρκτικό ks- τών αρχ. ινδ. τ. καθώς και η παρουσία στην Ελληνική τ. με αρκτικό ψ- (πρβλ. ψινάς, ψίνω, ψίσις) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού δασέος ηχηρού χειλοϋπερωικού φθόγγου *gzwh- (βλ. και λ. φθάνω, φθείρω). Ο ενεστ. φθίνω έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *gzwhi- με έρρινο ένθημα -n-/-ν- και παρέκταση -u/F- τής ρίζας μέσω ενός αρχικού τ. *φθινευμι /* φθινῦμι (< *gzwhi-n-eu/*gzwhi-n-u-, πρβλ. αρχ. ινδ. ksinoti, ksinumah με έρρινο ένθημα επίσης) ο οποίος, με μετάσταση στη θεματική συζυγία, έδωσε τ. *φθίνFω (για ανάλογο σχηματισμό βλ. και λ. φθάνω). Η μορφή αυτή *φθίνFω διατηρείται στους τ. φθινύω και φθινύθω όπου το -F- απαντά με τη φωνηεντική του μορφή ως -υ- (για το σύστημα αρχ. ινδ. ksinoti: *φθινῦμι: *φθίνFω: φθινύω, πρβλ. αρχ. ινδ. sanoti: ἄνῡμι: *ἄνFω [> ᾱνομαι / ἄνω]: ἀνύω, βλ. λ. ἀνύω). Το ρ. φθίνω εμφανίζει στα παρ. και σύνθ. του, αλλά και κατά την κλίση του, ποικίλες μορφές θέματος προερχόμενες από τις διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες τής ρίζας *gzwhei-: φθῐ- τής μηδενισμένης βαθμίδας (πρβλ. φθίσις, φθιτός, μέσ. αορ. -φθι-το, μτχ. φθίμενος), φθῐν- από το θ. τού ενεστ. (πρβλ. φθινάς, φθινώδης), φθοι- τής ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. φθόη* < *φθοyα). Η μορφή φθει- τής απαθούς βαθμίδας απαντά στους τ. τού μέλλ. φθείσω / φθείσομαι και σε ορισμένους σύνθ. τ. (πρβλ. φθεισ-ήνωρ), οι οποίοι όμως απαντούν σχεδόν παντού με -- αντί -ει- (βλ. και τα σύνθ. με α' συνθετικό φθισι-), γεγονός που ερμηνεύεται είτε με βάση μια αρχαία αντικατάσταση τής εναλλαγής *-ei-/*-i- τής ΙΕ από μια εναλλαγή --/-- είτε από την ιωτακιστική προφορά τής διφθόγγου -ει-. Ωστόσο, παρλλ. προς τους τ. φθῑσω, ἔφθῑσα απαντά και τ. αορ. ἔφθῐσα (και στη συνέχεια και ο μέλλ. φθῐσω) σχηματισμένος από το θ. τού ενεστ. φθῐνω, κατά το σχήμα τών αορ. σε -ισα < ρ. σε -ίζω (πρβλ. ἔσχισα: σχίζω). Τέλος, εκτός από τον ενεστώτα φθίνω, απαντούν και οι τ. φθινύω (πρβλ. τον τ. τού Ησύχ. φθινύουσι
φθείρονται), φθινύθω*, φθίω (χωρίς την παρέκταση -ν-F- τού φθίνω), ενώ δεν θεωρείται πιθανή η ύπαρξη συνηρημένου τ. φθινῶ, -άω ή -έω, στον οποίο καταλήγουν ορισμένοι μελετητές με αφετηρία τους τ: μέλλ. φθιν-ή-σω και αόρ. -φθίν-η-σα (οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί από το θ. φθῐν- τού ενεστ. με αναλογική επέκταση -η-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φθίνω — βλ. πίν. 172 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: φθίνω : απαντάται και η λόγια μτχ. ενεστώτα ως επίθετο, κυρίως στο θηλυκό (φθίνουσα → που παρουσιάζει συνεχή μείωση) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φθινώ — άω ή έω, ΜΑ φθίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη τού τ. δεν θεωρείται πιθανή, βλ. λ. φθίνω] …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — 1. κλείνω προς το τέλος, βαδίζω προς τη λήξη μου, ελαττώνομαι συνέχεια, τελειώνω, λιγοστεύω. 2. μτφ., μαραίνομαι, πέφτω σε μαρασμό, μαραζιάζω, αργοσβήνω, λιώνω: Η υγεία του φθίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθινῶ — φθινάω pres imperat mp 2nd sg φθινάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φθινάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φθινάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) φθινάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) φθινάω imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθίνω — φθί̱νω , φθίω ks̥i pres subj act 1st sg φθί̱νω , φθίω ks̥i pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… …   Dictionary of Greek

  • φθισίκηρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί κηρος. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί κηρος, σχηματισμένου από την απαθή… …   Dictionary of Greek

  • φθισίμβροτος — και φθισίβροτος, ον, Α (επικ. τ.) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + (μ)βροτος (< βροτός* «θνητός»). Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί μβροτος, σχηματισμένου από την απαθή… …   Dictionary of Greek

  • φθισίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (< φθίνω + φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί φρων. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθει σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τού… …   Dictionary of Greek

  • Φθία — Αρχαία πόλη των Μυρμηδόνων, πατρίδα του Αχιλλέα. Η ακριβής θέση της συμπίπτει με εκείνη των σημερινών Φαρσάλων. Στη Φ. λατρευόταν η Θέτιδα και ο παιδαγωγός του Αχιλλέα Χείρων. * * * η, ΝΑ, και ιων. και επικ. τ. Φθίη Α (στην περιοχή τής Θεσσαλίας) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”